Anonymous

ὀμφαλιστήρ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ."
(29)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμφᾰλιστήρ''': ὁ, τὸ [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν [[λῶρον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''ὀμφᾰλιστήρ''': ὁ, τὸ [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ ἀπέτεμνον τοῦ ὀμφαλοῦ τὸν [[λῶρον]], Πολυδ. Β΄, 169, Ἡσύχ., Φώτ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀμφαλιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>ὀμφαλίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=[[ὀμφαλιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br />[[εργαλείο]] για την [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου τών βρεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>ὀμφαλίζω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βραχιονισ</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}