Anonymous

ὀνειδιστικός: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />v. [[ὀνειδιστής]].
|btext=ή, όν :<br />v. [[ὀνειδιστής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀνειδιστικός]], -ἡ, -όν) [[ονειδιστής]]<br />[[προσβλητικός]], [[υβριστικός]], [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ονειδιστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α [[ὀνειδιστικῶς]])<br />με ονειδιστικό τρόπο, [[υβριστικώς]], ταπεινωτικώς.
}}
}}