Anonymous

ὀνειδιστικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀνειδιστικός]], -ἡ, -όν) [[ονειδιστής]]<br />[[προσβλητικός]], [[υβριστικός]], [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ονειδιστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α [[ὀνειδιστικῶς]])<br />με ονειδιστικό τρόπο, [[υβριστικώς]], ταπεινωτικώς.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀνειδιστικός]], -ἡ, -όν) [[ονειδιστής]]<br />[[προσβλητικός]], [[υβριστικός]], [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ονειδιστικώς</i> και -<i>ά</i> (Α [[ὀνειδιστικῶς]])<br />με ονειδιστικό τρόπο, [[υβριστικώς]], ταπεινωτικώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνειδιστικός:''' -ή, -όν, [[υβριστικός]], [[κακοήθης]], σε Λουκ.
}}
}}