Anonymous

ὀνίσκος: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> merluche, <i>poisson de mer</i>;<br /><b>2</b> cloporte, <i>insecte</i>;<br /><b>3</b> cabestan.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ὄνος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> merluche, <i>poisson de mer</i>;<br /><b>2</b> cloporte, <i>insecte</i>;<br /><b>3</b> cabestan.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ὄνος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀνίσκος]], θηλ. [[ὀνίσκη]]) [[όνος]]<br /><b>1.</b> (υποκορ. του όνος) [[γαϊδουράκι]]<br /><b>2.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους ψαριών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] gadidae, ο [[γάδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] και [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της υπόταξης [[ονισκοειδή]] τών καρκινοειδών ισοπόδων, κν. [[γουρουνάκι]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[είδος]] βαρούλκου το οποίο χρησιμοποιείται [[κυρίως]] σε μικρά εμπορικά [[σκάφη]] για την [[έλξη]] ή την [[ανύψωση]] βαρέων αντικειμένων, αλλ. όνευος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[έλαιο]] ονίσκου» — [[μουρουνέλαιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμου όμοιου με τη [[σκολόπενδρα]] ή τον πολύποδα, [[σαρανταποδαρούσα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μοχλού, ανυψωτική [[μηχανή]] ή, κατ' άλλους, η [[λαβή]] του ανυψωτικού μοχλού<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀνίσκος]]<br />τεκτονικὸς [[πρίων]]».
}}
}}