ὀνίσκος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ὄνος]]· ἐν Γλωσσ. [[ὡσαύτως]], ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ.[[θαλάσσιος]] ἰχθύς, [[εἶδος]] γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. [[αὐτόθι]] 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε [[ἴουλος]] IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ [[ὄνος]] VII, 1, [[μοχλός]], ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ [[γέρανος]], Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς [[πρίων]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.
|lstext='''ὀνίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[ὄνος]]· ἐν Γλωσσ. [[ὡσαύτως]], ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ.[[θαλάσσιος]] ἰχθύς, [[εἶδος]] γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. [[αὐτόθι]] 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε [[ἴουλος]] IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ [[ὄνος]] VII, 1, [[μοχλός]], ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ [[γέρανος]], Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς [[πρίων]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> merluche, <i>poisson de mer</i>;<br /><b>2</b> cloporte, <i>insecte</i>;<br /><b>3</b> cabestan.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ὄνος]].
}}
}}