3,270,816
edits
(6_9) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξίνα''': ἡ, (ὀξὺς) [[ἐργαλεῖον]] γεωργικὸν [[μετὰ]] πολλῶν ὀδόντων (Λατ. occa), κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀξύτητος τῶν ὀδόντων, «ἐργαλεῖόν τι γεωργικόν, [[σιδηροῦς]] γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν» Ἡσύχ.· ὀξίνη [[διάθεσις]]: «ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῦ στομάχου ὀξίδα» Φώτ. | |lstext='''ὀξίνα''': ἡ, (ὀξὺς) [[ἐργαλεῖον]] γεωργικὸν [[μετὰ]] πολλῶν ὀδόντων (Λατ. occa), κληθὲν [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὀξύτητος τῶν ὀδόντων, «ἐργαλεῖόν τι γεωργικόν, [[σιδηροῦς]] γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν» Ἡσύχ.· ὀξίνη [[διάθεσις]]: «ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῦ στομάχου ὀξίδα» Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὀξινα, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐργαλεῑόν τι γεωργικὸν σιδηροῡς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Διαλεκτικός τ. που ανάγεται σε IE <i>oget</i><i>ā</i> «[[σβάρνα]]» και συνδέεται με λατ. <i>occa</i>, αρχ. γαλατ. <i>ocet</i>, βρετον. <i>oged</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>egida</i>, λιθουαν. <i>akecios</i> και αρχ. πρωσ. <i>aketes</i>. Ο ελλ. τ. [[ὀξίνα]] έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[ὀξύς]] με [[επίθημα]] -<i>ίνα</i>, [[κατά]] το συνώνυμο <i>ἀξίνα</i>]. | |||
}} | }} |