Anonymous

ὀξυχολία: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_11)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξῠχολία''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ὀξύχολος]], Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 221F.
|lstext='''ὀξῠχολία''': ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ὀξύχολος]], Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 221F.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξυχολία]], ἡ (ΑΜ) [[οξύχολος]]<br />ευερεθιστότητα, [[οξυθυμία]].
}}
}}