Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ὀξῠχολία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὀξύχολος, Ἐφρ. Σύρ. τ. 3, σ. 221F.
ὀξυχολία, ἡ (ΑΜ) οξύχολος
ευερεθιστότητα, οξυθυμία.