Anonymous

ὀπίσθιος: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de derrière, postérieur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθεν]].
|btext=ος, ον :<br />de derrière, postérieur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄπισθεν]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ὀπίσθιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[πίσω]] [[μέρος]] κάποιου, [[πισινός]] («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το οπίσθιο</i>(<i>ν</i>) και <i>τα οπίσθια</i><br />το [[πίσω]] [[μέρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>ανθρωπολ.</b> το [[μέσο]] του οπίσθιου χείλους του ινιακού τρήματος το οποίο αποτελεί κρανιομετρικο [[σημείο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[νώτα]], τα πισινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα παρελθόντα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀπισθία</i><br />το [[πίσω]] [[μέρος]]<br /><b>3.</b> (για αστέρες) αυτός που ακολουθεί [[κατά]] την [[περιστροφή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>όπισθίως</i> (Α)<br />[[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄπισθεν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρόσθ</i>-<i>ιος</i>)].
}}
}}