Anonymous

ὁπηνίκα: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv. relat.</i><br />quand, lorsque.<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηνίκα]].
|btext=<i>adv. relat.</i><br />quand, lorsque.<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηνίκα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁπηνίκα]], δωρ. τ. ὁπανίκα (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε όποια ή σε ποια ώρα ή [[ημέρα]] ή σε τί καιρό («[[ὁπηνίκα]] χρὴ ὁρμᾱσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> όταν («[[ὁπηνίκα]] γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ)<br /><b>3.</b> με την [[υπόθεση]] ότι («[[ὁπηνίκα]] ἐφαίνετο ταῡτα πεποιηκώς», Δημ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὁπηνίκα]] ἄν» — σε οποιαδήποτε ώρα ή οποιονδήποτε χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αναφορικό επίρρ. <i>όπηνίκα</i> έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντωνυμίας <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και το ερωτηματικό επίρρ. [[πηνίκα]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηνίκα]]). Για τον σχηματισμό του επιρρ. <b>πρβλ.</b> και [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i>, <i>ὅπῃ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πῇ</i> κ.λπ.].
}}
}}