ὁπηνίκα
τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain
English (LSJ)
Dor. ὁπανίκα, Adv., relat. and indirect interrog.,
A at what point of time, at what hour, on what day, more precise than ὁπότε, S. OC434, Th.4.125, Theoc.23.33; though sometimes it cannot be distinguished from ὁπότε, Pl.Alc.1.105d, Jul.Or.7.204a, al.; ὁπότε καὶ ὁπηνίκα Pl.Lg.772d; ὁπηνίκα ἄν = at whatever hour or at whatever time, S.Ph.464; whenever, PGiss.53.3 (iv A. D.); simply, when, LXX 4 Ma.2.16.
2 in indirect questions, in answer to a direct question, πηνίκ' ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;—ὁπηνίκα; what time of day is it?—what time, do you say? Ar.Av. 1499.
3 c. gen., οὐδεὶς οἶδ' ὁπηνίκα ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ = what time of year, Id.Fr.569.7.
II with conditional or causal force, ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς = when once it was seen that... D.18.14, cf. 21.42.
German (Pape)
[Seite 356] correlat. zu πηνίκα, dann wann, zu welcher Zeit, relat. u. indirect fragend; Soph. O. C. 435; ὡς ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἧμιν εἴκῃ, τηνικαῦθ' ὁρμώμεθα, Phil. 462; ὁπηνίκα; Ar. Av. 1499; ἐθύσαντο ὅπως, ὁπηνίκα καὶ δοκοίη τῆς ὥρας, τὴν πορείαν ποιοῖντο, Xen. An. 3, 5, 18, zu welcher Stunde sie auch wollten; Plat. Legg. VI, 772 d; Dem. 21, 42.
French (Bailly abrégé)
adv. relat.
quand, lorsque.
Étymologie: corrélat. de πηνίκα.
Russian (Dvoretsky)
ὁπηνίκα: дор. ὁπᾱνίκα (ῐ) adv. relat.
1 когда, как только (ὁ. ἂν θεὸς πλοῦν εἴκῃ Soph.): ὁ. καὶ δοκοίη τῆς ὥρας Xen. когда будет сочтено нужным; πηνίκ᾽ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; - Ὁ.; Arph. сколько же это времени? - Сколько времени, (спрашиваешь)?;
2 так как, поскольку (ὁ. ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁπηνίκᾰ: Δωρ. ὁπᾱνίκα, Ἐπίρρ. συσχετικὸν τοῦ πηνίκα, καθ’ ὁποίαν ὥραν, καθ’ ὁποίαν ἡμέραν, καθ’ ὁποῖον σημεῖον τοῦ χρόνου καὶ ὁρίζει τὸν χρόνον ἀκριβέστερον τοῦ ὁπότε, Σοφ. Ο. Κ. 434, Θουκ. 4. 125, Θεόκρ. 23. 33· ἂν καὶ ἐνίοτε δὲν δύναται νὰ διακριθῇ ἀπὸ τοῦ ὁπότε (Λοβ. εἰς Φρύν. 50), Πλάτ. Ἄλκ. 1. 105D· ὁπότε καὶ ὁπ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D· ὁπ. ἄν, καθ’ οἱανδήποτε ὥραν ἢ καθ’ οἱονδήποτε χρόνον, Σοφ. Φ. 464. 2) ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσιν, ἣν ὥραν προσήκει ἰέναι ..., καὶ ὁπ. ἀπιέναι Αἰσχίν. 2. 15· οὕτως ἐν ἀποκρίσει πρὸς εὐθεῖαν ἐρώτησιν, πηνίκ’ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας; - ὁπηνίκα; - τί ὥρα εἶναι; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1499. 3) μετὰ γεν., οὐδεὶς οἶδ’ ὁπ. ἐστι τοὐνιαυτοῦ, τί ὥρα τοῦ ἔτους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 476. 7· ὁπ. τῆς ὥρας Ξεν. Ἀν. 3. 5, 18 ΙΙ. ἐπὶ αἰτιολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῇ ὑποθέσει ὅτι ..., καὶ ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκὼς Δημ. 230. 1, πρβλ. 527. 23.
Greek Monolingual
ὁπηνίκα, δωρ. τ. ὁπανίκα (Α)
επίρρ.
1. σε όποια ή σε ποια ώρα ή ημέρα ή σε τί καιρό («ὁπηνίκα χρὴ ὁρμᾶσθαι», Θουκ.)
2. όταν («ὁπηνίκα γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ)
3. με την υπόθεση ότι («ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς», Δημ.)
4. φρ. «ὁπηνίκα ἄν» — σε οποιαδήποτε ώρα ή οποιονδήποτε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό επίρρ. όπηνίκα έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντωνυμίας ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτηματικό επίρρ. πηνίκα (βλ. λ. ηνίκα). Για τον σχηματισμό του επιρρ. πρβλ. και ὅπως < πῶς, ὅπῃ < πῇ κ.λπ.].
Greek Monotonic
ὁπηνίκᾰ: Δωρ. ὁπᾱνίκα,
I. 1. επίρρ., συσχετικό προς το πηνίκα, σε ποια χρονική στιγμή, την ώρα κατά την οποία, τη μέρα κατά την οποία, σε Σοφ. κ.λπ.· ὁπηνίκα ἄν, σε οποιαδήποτε ώρα ή στιγμή, στον ίδ.
2. σε πλάγιες ερωτήσεις, ἣν ὥραν προσήκει ἰέναι, καὶ ὁπηνίκα ἀπιέναι, σε Αισχίν.· σε απάντηση ευθείας ερώτησης, πηνίκ' ἐστὶντῆς ἡμέρας; ὁπηνίκα; τι ώρα είναι; τι ώρα, με ρωτάς;, σε Αριστοφ.· με γεν., ὁπηνίκα τῆς ὥρας, σε Ξεν.
II. με μτβ. σημασία, υποθέτοντας ότι, ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς, σε Δημ.
Middle Liddell
[adverb correl. to πηνίκα
I. at what point of time, at what hour, on what day, Soph., etc.; ὁπ. ἄν at whatever hour or time, Soph.
2. in indirect questions, ἢν ὥραν προσήκει ἰέναι, καὶ ὁπ. ἀπιέναι Aeschin.; in answer to a direct question, πηνίκ' ἐστιν τῆς ἡμέρας;—ὁπηνίκα; what time of day is it? — what time, do you ask? Ar.: c. gen., ὁπ. τῆς ὥρας Xen.
II. in a causal sense, supposing that, ὁπ. ἐφαίνετο ταῦτα πεποιηκώς Dem.