Anonymous

ὀπυίω: Difference between revisions

From LSJ
1,171 bytes added ,  29 September 2017
29
(SL_2)
(29)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀπυίω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[marry]] Ἥβαν τ' ὀπυίει (Ceporinus: ὀπύει, ὀπήει codd.: sc. [[Ἡρακλέης]]) (I. 4.59)
|sltr=[[ὀπυίω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[marry]] Ἥβαν τ' ὀπυίει (Ceporinus: ὀπύει, ὀπήει codd.: sc. [[Ἡρακλέης]]) (I. 4.59)
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπυίω]], αττ. τ. ὀπύω (Α)<br /><b>1.</b> (για άντρα) [[παίρνω]] [[γυναίκα]], νυμφεύομαι<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀπυίομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) [[παίρνω]] άντρα, παντρεύομαι<br /><b>3.</b> έχω ερωτικές σχέσεις, συνουσιάζομαι<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ὀπυίων</i><br />[[έγγαμος]], παντρεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. μεσογειακής προέλευσης, η οποία συνδέεται με το ετρουσκ. <i>puia</i> «[[σύζυγος]]», ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, το ρ. [[ὀπυίω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>pusyati</i> «[[τρέφω]], [[συντηρώ]]». Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις, δυσερμήνευτο παραμένει το αρκτ. <i>ὀ</i>- της λ.].
}}
}}