3,277,121
edits
(29) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπυίω]], αττ. τ. ὀπύω (Α)<br /><b>1.</b> (για άντρα) [[παίρνω]] [[γυναίκα]], νυμφεύομαι<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀπυίομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) [[παίρνω]] άντρα, παντρεύομαι<br /><b>3.</b> έχω ερωτικές σχέσεις, συνουσιάζομαι<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ὀπυίων</i><br />[[έγγαμος]], παντρεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. μεσογειακής προέλευσης, η οποία συνδέεται με το ετρουσκ. <i>puia</i> «[[σύζυγος]]», ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, το ρ. [[ὀπυίω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>pusyati</i> «[[τρέφω]], [[συντηρώ]]». Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις, δυσερμήνευτο παραμένει το αρκτ. <i>ὀ</i>- της λ.]. | |mltxt=[[ὀπυίω]], αττ. τ. ὀπύω (Α)<br /><b>1.</b> (για άντρα) [[παίρνω]] [[γυναίκα]], νυμφεύομαι<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀπυίομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) [[παίρνω]] άντρα, παντρεύομαι<br /><b>3.</b> έχω ερωτικές σχέσεις, συνουσιάζομαι<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ.) <i>ὀπυίων</i><br />[[έγγαμος]], παντρεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. μεσογειακής προέλευσης, η οποία συνδέεται με το ετρουσκ. <i>puia</i> «[[σύζυγος]]», ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, το ρ. [[ὀπυίω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>pusyati</i> «[[τρέφω]], [[συντηρώ]]». Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις, δυσερμήνευτο παραμένει το αρκτ. <i>ὀ</i>- της λ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀπυίω:''' ή [[ὀπύω]], μέλ. <i>ὀπύσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> Ενεργ., λέγεται για άντρα, [[συνάπτω]] γάμο, νυμφεύομαι, [[λαμβάνω]] ως σύζυγο, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., λέγεται για [[γυναίκα]], παντρεύομαι, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |