Anonymous

ὀπωρινός: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de la fin de l’été, de l’automne : ὀπωρινὸς [[ἀστήρ]] IL la canicule.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]].
|btext=ή, όν :<br />de la fin de l’été, de l’automne : ὀπωρινὸς [[ἀστήρ]] IL la canicule.<br />'''Étymologie:''' [[ὀπώρα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπωρινός]], -ή, -όν (Α) [[οπώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εποχή]] της οπώρας ή αυτός που γίνεται [[κατά]] την [[εποχή]] της οπώρας («[[μηδὲ]] μένειν τε οἶvov [[νέον]] καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον», <b>Ησίοδ.</b>).
}}
}}