Anonymous

ὀρθογώνιος: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_17)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθογώνιος''': -ον, ὁ ἔχων ὀρθὴν γωνίαν, Τίμ. Λοκρ. 98Α, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 2· - παρ’ Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 784, ὀρθὰ [[γωνία]] [[εἶναι]] ἡ πιθαν. γραφή, καὶ [[οὕτως]] ἀποκατεστάθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Meineke.
|lstext='''ὀρθογώνιος''': -ον, ὁ ἔχων ὀρθὴν γωνίαν, Τίμ. Λοκρ. 98Α, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 2· - παρ’ Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 784, ὀρθὰ [[γωνία]] [[εἶναι]] ἡ πιθαν. γραφή, καὶ [[οὕτως]] ἀποκατεστάθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Meineke.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀρθογώνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο [[τρίγωνο]]» — [[τρίγωνο]] το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή<br />β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο του οποίου οι πλευρές [[είναι]] ανά δύο κάθετες [[μεταξύ]] τους)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορθογώνιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τετράπλευρο]] του οποίου οι [[τέσσερεις]] γωνίες [[είναι]] ορθές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ορθογωνίως</i> και -α (Α ὀρθογωνίως)<br />[[κατά]] τρόπο ορθογώνιο, [[κατά]] ορθή [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γώνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γωνία]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-[[γώνιος]]].
}}
}}