ὀρθογώνιος

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

German (Pape)

[Seite 374] grad-, rechtwinklig, τρίγωνον, Tim. Locr. 98 a, wie Ath. X, 418 f u. Mathem.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθογώνιος: прямоугольный (τρίγωνον Plat., Arst., Diog. L.; παραλληλόγραμμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθογώνιος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθὴν γωνίαν, Τίμ. Λοκρ. 98Α, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 2· - παρ’ Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 784, ὀρθὰ γωνία εἶναι ἡ πιθαν. γραφή, καὶ οὕτως ἀποκατεστάθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Meineke.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀρθογώνιος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο τρίγωνο» — τρίγωνο το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή
β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο του οποίου οι πλευρές είναι ανά δύο κάθετες μεταξύ τους)
2. το ουδ. ως ουσ. το ορθογώνιο(ν)
τετράπλευρο του οποίου οι τέσσερεις γωνίες είναι ορθές.
επίρρ...
ορθογωνίως και -α (Α ὀρθογωνίως)
κατά τρόπο ορθογώνιο, κατά ορθή γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -γώνιος (< γωνία), πρβλ. οξυγώνιος].