Anonymous

ὀρθρίδιος: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_3)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθρίδιος''': [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ὄρθριος]], Ἀνθ. Π. 5. 3.
|lstext='''ὀρθρίδιος''': [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ὄρθριος]], Ἀνθ. Π. 5. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθρίδιος]], -ίη, -ον (Α)<br />όρθριος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όρθρος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αιφν</i>-[[ίδιος]], <i>παυρ</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}