Anonymous

ὀρνεοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_16)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνεοτρόφος''': -ον, = [[ὀρνιθοτρόφος]], Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 998Β.
|lstext='''ὀρνεοτρόφος''': -ον, = [[ὀρνιθοτρόφος]], Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 998Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνεοτρόφος]], -ον (Α)<br />αυτός που εκτρέφει πτηνά, [[πτηνοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}