ὀρνεοτρόφος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ὀρνεοτρόφον, = ὀρνιθοτρόφος, Cat.Cod.Astr.1.166, BGU 725.7 (615 A. D.).
German (Pape)
[Seite 382] = ὀρνιθοτρόφος (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεοτρόφος: -ον, = ὀρνιθοτρόφος, Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 998Β.
Greek Monolingual
ὀρνεοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πτηνά, πτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].