Anonymous

ὀρνιθάριον: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_22)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνῑθάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄρνις]], μικρὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]], Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1.62, Νικόστρ. ἐν «Ἅβρᾳ» 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118.
|lstext='''ὀρνῑθάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄρνις]], μικρὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]], Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1.62, Νικόστρ. ἐν «Ἅβρᾳ» 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνιθάριον]], τὸ (Α) [[όρνιος</i>, -<i>ιθος]]<br />μικρό [[πτηνό]], [[ορνίθι]].
}}
}}