ὀρνιθάριον
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄρνις, small bird, Anaxandr.41.63 (anap.), Nicostr.Com.2, Arist.Mir.841b18, PFay.118.16 (ii A. D.), Arr.Epict.2.7.12 (v.l. τὸν ὀ., i.e. augur).
German (Pape)
[Seite 383] τό, dim. von ὄρνις, Vögelchen, Nicostrat. bei Ath. XIV, 654 b.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθάριον: (ᾰ) τό птичка, пташка Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄρνις, μικρὸν πτηνόν, ὀρνίθιον, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1.62, Νικόστρ. ἐν «Ἅβρᾳ» 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118.
Greek Monolingual
ὀρνιθάριον, τὸ (Α) [[όρνιος, -ιθος]]
μικρό πτηνό, ορνίθι.