Anonymous

ὁρμαθίζω: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_22)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρμᾰθίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει [[πινακοπώλης]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[μασχαλίσματα]].
|lstext='''ὁρμᾰθίζω''': ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει [[πινακοπώλης]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[μασχαλίσματα]].
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ὁρμαθίζω]]) [[ορμαθός]]<br />[[περνώ]] ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, [[αρμαθιάζω]].
}}
}}