Anonymous

ὀστρακώδης: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_7)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστρᾰκώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] ὀστράκῳ, ἐπὶ καρκίνων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς χελώνης, [[αὐτόθι]] 8. 17, 6· ἐπὶ ὀστρέων, [[αὐτόθι]] 4. 6, 3· ἐπὶ φλοιοῦ ᾠῶν τινων, [[αὐτόθι]] π. Ζ. Γεν. 2. 1, 20, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1. ― τὰ ὀστρακώδη, πήλινα ἀγγεῖα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 1, 2· ― πρβλ. [[ὀστρακόδερμος]].
|lstext='''ὀστρᾰκώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] ὀστράκῳ, ἐπὶ καρκίνων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς χελώνης, [[αὐτόθι]] 8. 17, 6· ἐπὶ ὀστρέων, [[αὐτόθι]] 4. 6, 3· ἐπὶ φλοιοῦ ᾠῶν τινων, [[αὐτόθι]] π. Ζ. Γεν. 2. 1, 20, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1. ― τὰ ὀστρακώδη, πήλινα ἀγγεῖα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 1, 2· ― πρβλ. [[ὀστρακόδερμος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ὀστρακώδης]], -ῶδες) [[όστρακον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με όστρακο, [[οστρακοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από όστρακο, [[οστράκινος]] («[[δέρμα]] [[μαλακὸν]] καὶ μὴ ὀστρακῶδες, [[ὥσπερ]] τῆς χελώνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οστρακώδη</i><br />(ζωολ.-παλαιοντ.) υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, με 2.000 και [[πλέον]] αρτίγονα είδη, που το [[σώμα]] τους περικλείεται σε δίθυρο όστρακο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που λάμπει, που γυαλίζει σαν όστρακο<br />(«οι ροδαλές οστρακώδεις ανταύγειες τ' ουρανού», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] κεραμίδια, όστρακα, ή [[πετρώδης]], [[βραχώδης]], [[σκληρός]] σαν όστρακο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) πήλινα αγγεία<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀστρακώδες</i><br />(ενν. [[μέρος]]) το όστρακο τών οστρακωδών γενικώς.
}}
}}