Anonymous

ὀστρακώδης: Difference between revisions

From LSJ
3b
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ὀστρακώδης]], -ῶδες) [[όστρακον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με όστρακο, [[οστρακοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από όστρακο, [[οστράκινος]] («[[δέρμα]] [[μαλακὸν]] καὶ μὴ ὀστρακῶδες, [[ὥσπερ]] τῆς χελώνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οστρακώδη</i><br />(ζωολ.-παλαιοντ.) υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, με 2.000 και [[πλέον]] αρτίγονα είδη, που το [[σώμα]] τους περικλείεται σε δίθυρο όστρακο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που λάμπει, που γυαλίζει σαν όστρακο<br />(«οι ροδαλές οστρακώδεις ανταύγειες τ' ουρανού», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] κεραμίδια, όστρακα, ή [[πετρώδης]], [[βραχώδης]], [[σκληρός]] σαν όστρακο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) πήλινα αγγεία<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀστρακώδες</i><br />(ενν. [[μέρος]]) το όστρακο τών οστρακωδών γενικώς.
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ὀστρακώδης]], -ῶδες) [[όστρακον]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με όστρακο, [[οστρακοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από όστρακο, [[οστράκινος]] («[[δέρμα]] [[μαλακὸν]] καὶ μὴ ὀστρακῶδες, [[ὥσπερ]] τῆς χελώνης», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα οστρακώδη</i><br />(ζωολ.-παλαιοντ.) υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, με 2.000 και [[πλέον]] αρτίγονα είδη, που το [[σώμα]] τους περικλείεται σε δίθυρο όστρακο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που λάμπει, που γυαλίζει σαν όστρακο<br />(«οι ροδαλές οστρακώδεις ανταύγειες τ' ουρανού», Ζερβ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] κεραμίδια, όστρακα, ή [[πετρώδης]], [[βραχώδης]], [[σκληρός]] σαν όστρακο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) πήλινα αγγεία<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀστρακώδες</i><br />(ενν. [[μέρος]]) το όστρακο τών οστρακωδών γενικώς.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστρᾰκώδης:''' черепкообразный, т. е. покрытый жесткой кожей (οἱ καρκίνοι Arst.), панцирем (ἡ [[χελώνη]] Arst.), скорлупой (τὸ [[ᾠόν]] Arst.) или раковиной (τὸ [[ὄστρεον]] Arst.).
}}
}}