3,274,916
edits
(6_11) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, [[δύναμις]] Γαλην. 5. 12. | |lstext='''ὀστοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, [[δύναμις]] Γαλην. 5. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀστοποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> <i>ποιῶ</i>]. | |||
}} | }} |