Anonymous

ὀστοποιητικός: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_11)
(29)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, [[δύναμις]] Γαλην. 5. 12.
|lstext='''ὀστοποιητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν παραγωγὴν ἢ τὸν σχηματισμὸν ὀστοῦ, [[δύναμις]] Γαλην. 5. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀστοποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που διαπλάσσει οστά, οστεοποιητικός.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> <i>ποιῶ</i>].
}}
}}