Anonymous

ὀστρακοκονία: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_9)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστρᾰκοκονία''': ἡ, [[ἔδαφος]] κατεστρωμένον διὰ τετριμμένων κεραμίδων, Λατ. pavimentum testaceum, Γεωπ. 2. 27, πρβλ. Βιτρούβ. 7. 1.
|lstext='''ὀστρᾰκοκονία''': ἡ, [[ἔδαφος]] κατεστρωμένον διὰ τετριμμένων κεραμίδων, Λατ. pavimentum testaceum, Γεωπ. 2. 27, πρβλ. Βιτρούβ. 7. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀστρακοκονία]], ἡ (Μ)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ασβεστοκονιάματος αναμεμιγμένου με τριμμένα κεραμίδια και μικρές πέτρες, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην [[αρχαιότητα]] για [[επίστρωση]] δαπέδου<br /><b>2.</b> [[έδαφος]] ή [[δάπεδο]] στρωμένο με αυτό το ασβεστοκονίαμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> [[κονία]] «[[άσβεστος]]».
}}
}}