ὀστρακοκονία
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ, pavement made of crushed potsherds, concrete, Gp.2.27.5.
German (Pape)
[Seite 400] ἡ, Estrich von zerschlagenen Ziegeln od. Scherben, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκοκονία: ἡ, ἔδαφος κατεστρωμένον διὰ τετριμμένων κεραμίδων, Λατ. pavimentum testaceum, Γεωπ. 2. 27, πρβλ. Βιτρούβ. 7. 1.
Greek Monolingual
ὀστρακοκονία, ἡ (Μ)
1. είδος ασβεστοκονιάματος αναμεμιγμένου με τριμμένα κεραμίδια και μικρές πέτρες, το οποίο χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για επίστρωση δαπέδου
2. έδαφος ή δάπεδο στρωμένο με αυτό το ασβεστοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κονία «άσβεστος».