Anonymous

οὐρανίσκος: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ciel de lit, baldaquin.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />ciel de lit, baldaquin.<br />'''Étymologie:''' [[οὐρανός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ουρανίσκος]]) [[ουρανός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ουρανός]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το άνω [[τοίχωμα]] της κοιλότητας του στόματος, η [[υπερώα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διαμαρτία]] ουρανίσκου»<br /><b>ιατρ.</b> το [[λυκόστομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θολωτή [[οροφή]] δωματίου ή θρόνου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Οὐρανίσκος</i><br />[[αστερισμός]] στο νότιο [[ημισφαίριο]].
}}
}}