Anonymous

οὐρανίσκος: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ουρανίσκος]]) [[ουρανός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ουρανός]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το άνω [[τοίχωμα]] της κοιλότητας του στόματος, η [[υπερώα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διαμαρτία]] ουρανίσκου»<br /><b>ιατρ.</b> το [[λυκόστομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θολωτή [[οροφή]] δωματίου ή θρόνου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Οὐρανίσκος</i><br />[[αστερισμός]] στο νότιο [[ημισφαίριο]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ουρανίσκος]]) [[ουρανός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ουρανός]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το άνω [[τοίχωμα]] της κοιλότητας του στόματος, η [[υπερώα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διαμαρτία]] ουρανίσκου»<br /><b>ιατρ.</b> το [[λυκόστομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θολωτή [[οροφή]] δωματίου ή θρόνου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Οὐρανίσκος</i><br />[[αστερισμός]] στο νότιο [[ημισφαίριο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐρᾰνίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[οὐρανός]]· απ' όπου, [[θόλος]] δωματίου ή σκηνής, [[στέγαστρο]], σε Πλούτ.
}}
}}