3,274,919
edits
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ουρανίσκος]]) [[ουρανός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ουρανός]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το άνω [[τοίχωμα]] της κοιλότητας του στόματος, η [[υπερώα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διαμαρτία]] ουρανίσκου»<br /><b>ιατρ.</b> το [[λυκόστομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θολωτή [[οροφή]] δωματίου ή θρόνου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Οὐρανίσκος</i><br />[[αστερισμός]] στο νότιο [[ημισφαίριο]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ουρανίσκος]]) [[ουρανός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[ουρανός]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το άνω [[τοίχωμα]] της κοιλότητας του στόματος, η [[υπερώα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διαμαρτία]] ουρανίσκου»<br /><b>ιατρ.</b> το [[λυκόστομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θολωτή [[οροφή]] δωματίου ή θρόνου<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Οὐρανίσκος</i><br />[[αστερισμός]] στο νότιο [[ημισφαίριο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οὐρᾰνίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[οὐρανός]]· απ' όπου, [[θόλος]] δωματίου ή σκηνής, [[στέγαστρο]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |