Anonymous

οὐρεσιφοίτης: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_19)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρεσιφοίτης''': -ου, = [[οὐρεόφοιτος]], Ἀνθ. Π. 9. 524., 525, 16 κτλ.· - θηλ. οὐρεσιφοῖτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, Νόνν. Δ. 9. 76.
|lstext='''οὐρεσιφοίτης''': -ου, = [[οὐρεόφοιτος]], Ἀνθ. Π. 9. 524., 525, 16 κτλ.· - θηλ. οὐρεσιφοῖτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, Νόνν. Δ. 9. 76.
}}
{{grml
|mltxt=[[οὐρεσιφοίτης]], ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, -ίτιδος (Α)<br />αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>οὔρεσι</i> του [[οὖρος]], -<i>εος</i> (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>)].
}}
}}