Anonymous

οὐρεσιφοίτης: Difference between revisions

From LSJ
5
(30)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐρεσιφοίτης]], ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, -ίτιδος (Α)<br />αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>οὔρεσι</i> του [[οὖρος]], -<i>εος</i> (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>)].
|mltxt=[[οὐρεσιφοίτης]], ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, -ίτιδος (Α)<br />αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>οὔρεσι</i> του [[οὖρος]], -<i>εος</i> (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὐρεσιφοίτης:''' -ου, ὁ, = [[οὐρεόφοιτος]], σε Ανθ.
}}
}}