Anonymous

οὐραγία: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />arrière-garde.<br />'''Étymologie:''' [[οὐραγός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />arrière-garde.<br />'''Étymologie:''' [[οὐραγός]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[οὐραγία]]) [[ουραγός]]<br />η [[ουρά]] στρατεύματος που βρίσκεται σε [[πορεία]], η [[οπισθοφυλακή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> η [[οπισθοφυλακή]] ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται [[κατά]] [[γραμμή]] παραγωγής.
}}
}}