Anonymous

οὐραγία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐρᾱγία''': ἡ, τὸ [[ὄπισθεν]] στρατεύματος, [[ὀπισθοφυλακία]], Πολύβ. 1. 19, 14., 6. 40, 6, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[οὐραγία]]˙ στρατηγίας [[οὐρά]], [[τουτέστι]] τὸ [[τέλος]] τῆς στρατιᾶς καὶ τῆς τάξεως».
|lstext='''οὐρᾱγία''': ἡ, τὸ [[ὄπισθεν]] στρατεύματος, [[ὀπισθοφυλακία]], Πολύβ. 1. 19, 14., 6. 40, 6, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[οὐραγία]]˙ στρατηγίας [[οὐρά]], [[τουτέστι]] τὸ [[τέλος]] τῆς στρατιᾶς καὶ τῆς τάξεως».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />arrière-garde.<br />'''Étymologie:''' [[οὐραγός]].
}}
}}