Anonymous

ους: Difference between revisions

From LSJ
7,872 bytes added ,  29 September 2017
30
(6_23)
 
(30)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ους''': κατάληξ. γεν. πτώσ. τριτοκλίτ. ἀσυναιρέτ. κυρίων ὀνομάτων ἀντὶ -ος, Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης, L. et F. 159e: Δαμωνους, Νικωνους, ἀντὶ Δάμωνος, Νίκωνος, ἐν ᾗ [[ὅμως]] ἐπιγραφῇ ἀναγινώσκονται καὶ τὰ κανονικά: Κάλλωνος, Ἀνθεμίωνος, Ἕρμωνος, Ξένωνος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|lstext='''ους''': κατάληξ. γεν. πτώσ. τριτοκλίτ. ἀσυναιρέτ. κυρίων ὀνομάτων ἀντὶ -ος, Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης, L. et F. 159e: Δαμωνους, Νικωνους, ἀντὶ Δάμωνος, Νίκωνος, ἐν ᾗ [[ὅμως]] ἐπιγραφῇ ἀναγινώσκονται καὶ τὰ κανονικά: Κάλλωνος, Ἀνθεμίωνος, Ἕρμωνος, Ξένωνος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ οὖς, [[ὠτός]], Α επικ. τ. και [[οὖας]], οὔατος, και δωρ. τ. ὦς)<br /><b>1.</b> [[μέλος]] του σώματος, όργανο της ακοής, το [[αφτί]] (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ' οὔατος ὧδε γένοιτο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η [[αίσθηση]] της ακοής (α. «[[τείνω]] εὐήκοον οὖς» — [[είμαι]] [[πρόθυμος]] να εισακούσω<br />β. «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» — αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να το αντιληφθεί, ας το αντιληφθεί, ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[λαβή]] δοχείου, [[χερούλι]] («[[οὔατα]] δ' αὐτοῡ τέσσαρ' [[ἔσαν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην αρχιτ.) η [[παρωτίδα]], [[κόσμημα]] κρεμασμένο στο [[υπέρθυρο]]<br /><b>2.</b> [[μέρος]] ιατρικού επιδέσμου<br /><b>3.</b> (σε περιφρ.) [[κατάσκοπος]] («τὰ βασιλέως ὦτα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες» — λεγόταν για ανθρώπους που έφευγαν ντροπιασμένοι, με κατεβασμένα τα αφτιά<br />β) «ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα [[καθεύδω]]» — [[κοιμάμαι]] θορυβωδώς<br />γ) «οὖς Ἀφροδίτης» — [[είδος]] οστρακοδέρμου<br />δ) «θαλάττιον οὖς» — η αγρία [[λεπάς]], [[πεταλίδα]]<br />ε) «τὰ ὦτα (ή [[οὔατα]]) της καρδίας» — τα μέρη που βρίσκονται στις δύο πλευρές της καρδιάς και μοιάζουν με αφτιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>οὖς</i> εντάσσεται σε μια [[σειρά]] τ. διαφόρων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με σημ. «[[αφτί]]», που παρουσιάζουν τόσες ποικιλίες στη [[μορφή]] και στον σχηματισμό τους ώστε [[είναι]] δύσκολο αφ' ενός να αναχθούμε στην αρχική [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας, αφ' ετέρου να ερμηνεύσουμε τις διαφορές που εμφανίζονται ανά [[γλώσσα]] και τις πιθανές αλληλεπιδράσεις [[μεταξύ]] τών τ. αυτών. Στην Ελληνική ο τ. <i>οὖς</i> εμφανίζει [[σταθερά]] φωνηεντισμό <i>ο</i>-, που δεν μαρτυρείται σε καμία [[άλλη]] ινδοευρωπαϊκή [[γλώσσα]]. Πολλοί [[μάλιστα]] υποστήριξαν ότι ο [[φωνηεντισμός]] του <i>οὖς</i> οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του ονόματος του ματιού (<b>πρβλ.</b> <i>όμμα</i>, [[οφθαλμός]], <i>όσσε</i>) όπως και το αρμ. <i>ukn</i> «[[αφτί]]» έχει σχηματιστεί [[κατά]] το [[μοντέλο]] του <i>akn</i> «[[μάτι]]». Η ονομ.-αιτ. ενικού του ονόματος [[είναι]] στην ιων.-αττ. διάλ. <i>οὖς</i> (που σημειώνεται ως <i>ō</i><i>ς</i> στις επιγραφές της Παλαιάς Αττικής) και <i>ὦς</i> στη Δωρική. Οι τ. αυτοί εξηγούνται αν αναχθούν σε παλαιό καταληκτικό θ. <i>ούσ</i>-<i>ος</i>, το οποίο στη [[συνέχεια]] με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>σ</i>- έδωσε <i>ούος</i> και <i>ό</i>(<i>F</i>)<i>ος</i> (<i>με</i> συμφωνική [[μορφή]] του -<i>υ</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]]), απ' όπου, με σίγηση του -<i>F</i>- και [[συναίρεση]], <i>οὖς</i> / <i>ὦς</i>. Η σιγμόληκτη αρχική [[μορφή]] του θ. της λ. <i>οὖς</i> επιβεβαιώνεται από τα σύνθ. σε -<i>ώης</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώFης</i>), <b>πρβλ.</b> [[ἀμφώης]] και [[λαγωός]] / [[λαγώς]]. Το σε -<i>ē</i><i>s</i>- αυτό θ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή σε σύνθ. του τύπου: <i>anowe</i> «[[χωρίς]] αφτιά», δηλ. [[αγγείο]] [[χωρίς]] λαβές, <i>qetorowe</i> «με [[τέσσερεις]] λαβές», <i>tirijowe</i> «με [[τρεις]] λαβές», και στο ανθρωπωνύμιο <i>Otuwowe</i> = <i>ὈρθFώFης</i> «με τα αφτιά τεντωμένα». Οι τ. αυτοί, [[εκτός]] από το σιγμόληκτο θ. (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>uxo</i> / <i>ušese</i>), επιβεβαιώνουν τον φωνηεντισμό <i>ο</i>-, εκτεταμένο λόγω συνθέσεως. Οι άλλες πτώσεις σχηματίζονται με έρρινο [[επίθημα]] -<i>η</i>- (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>auso</i>, αρμ. <i>ukn</i>) στη συνεσταλμένη του [[βαθμίδα]] ως -<i>α</i>- σε συνδυασμό με [[παρέκταση]] -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ήπαρ]], [[ήπατος]]). Έτσι ο [[Όμηρος]] χρησιμοποιεί τη γεν. <i>οὔατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όFατος με</i> [[μετρική]] [[έκταση]]), την ονομ. πληθ. [[οὔατα]] και τη δοτ. πληθ. <i>οὔασι</i>. Στην αττ. διάλ. ο τ. <i>οὔατος</i> εξελίχθηκε φωνητικά σε <i>ὄατος</i>, απ' όπου προήλθαν οι συνηρημένοι τ. της αττ. [[ὠτός]], <i>ὠτί</i>, <i>ὤτων</i>, <i>ὠσί</i>, <i>ὤτοιν</i>. Η [[κλίση]] [[μάλιστα]] σε -<i>ατος</i> οδήγησε στον σχηματισμό [[νέας]] ονομ. σε -<i>ας</i>: [[οὖας]] / <i>ὦας</i>. Με β' συνθετικό -<i>ουατ</i>- (<span style="color: red;"><</span> -<i>οατ</i>-) μαρτυρούνται σύνθ. ήδη στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>anowoto</i> «[[χωρίς]] λαβές»). Στην αλφαβητική Ελληνική [[επίσης]] έχουμε τα: [[ἀνούατος]], <i>ἀπούατος</i>, [[ἄμφωτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αμφόατος</i> ή <i>αμφώατος</i> με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως), [[τρίωτον]], [[ἄωτος]], [[παρωτίς]], [[μυόσωτον]], [[ἐνώτιον]]. Από το θ. <i>οὐατ</i>- / <i>ὠτ</i>-, εξάλλου, έχουν σχηματιστεί τα παράγωγα [[οὐατόεις]], [[ὠτίον]], [[ὠτίς]], [[ὦτος]], [[ὠτικός]]. Στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες οι τ. με σημ. «[[αφτί]]» εμφανίζουν αρκτική δίφθογγο <i>au</i>- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>auris</i> και λιθουαν. <i>ausis</i> με [[επίθημα]] σε -<i>i</i>, γοτθ. <i>auso</i>, αρχ. ιρλδ. <i>au</i>). Στην Ελληνική, τύποι με αμαρτυρούνται στο δωρ. [[ἄανθα]] «[[είδος]] ενωτίου», στο <i>ἆτα</i> από αμάρτυρο <i>αὔσατα</i> (<b>Ησύχ.</b>) και στο <i>αὔασιν</i>: <i>ὠσίν</i> (<b>Ησύχ.</b>)].
}}
}}