ους
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek (Liddell-Scott)
ους: κατάληξ. γεν. πτώσ. τριτοκλίτ. ἀσυναιρέτ. κυρίων ὀνομάτων ἀντὶ -ος, Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης, L. et F. 159e: Δαμωνους, Νικωνους, ἀντὶ Δάμωνος, Νίκωνος, ἐν ᾗ ὅμως ἐπιγραφῇ ἀναγινώσκονται καὶ τὰ κανονικά: Κάλλωνος, Ἀνθεμίωνος, Ἕρμωνος, Ξένωνος, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς)
1. μέλος του σώματος, όργανο της ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ' οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ.
β. «καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ)
2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση της ακοής (α. «τείνω εὐήκοον οὖς» — είμαι πρόθυμος να εισακούσω
β. «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» — αυτός που είναι ικανός να το αντιληφθεί, ας το αντιληφθεί, ΚΔ)
3. μτφ. λαβή δοχείου, χερούλι («οὔατα δ' αὐτοῦ τέσσαρ' ἔσαν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (στην αρχιτ.) η παρωτίδα, κόσμημα κρεμασμένο στο υπέρθυρο
2. μέρος ιατρικού επιδέσμου
3. (σε περιφρ.) κατάσκοπος («τὰ βασιλέως ὦτα», Ξεν.)
4. φρ. α) «τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες» — λεγόταν για ανθρώπους που έφευγαν ντροπιασμένοι, με κατεβασμένα τα αφτιά
β) «ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδω» — κοιμάμαι θορυβωδώς
γ) «οὖς Ἀφροδίτης» — είδος οστρακοδέρμου
δ) «θαλάττιον οὖς» — η αγρία λεπάς, πεταλίδα
ε) «τὰ ὦτα (ή οὔατα) της καρδίας» — τα μέρη που βρίσκονται στις δύο πλευρές της καρδιάς και μοιάζουν με αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖς εντάσσεται σε μια σειρά τ. διαφόρων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με σημ. «αφτί», που παρουσιάζουν τόσες ποικιλίες στη μορφή και στον σχηματισμό τους ώστε είναι δύσκολο αφ' ενός να αναχθούμε στην αρχική μορφή της ΙΕ ρίζας, αφ' ετέρου να ερμηνεύσουμε τις διαφορές που εμφανίζονται ανά γλώσσα και τις πιθανές αλληλεπιδράσεις μεταξύ τών τ. αυτών. Στην Ελληνική ο τ. οὖς εμφανίζει σταθερά φωνηεντισμό ο-, που δεν μαρτυρείται σε καμία άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Πολλοί μάλιστα υποστήριξαν ότι ο φωνηεντισμός του οὖς οφείλεται σε αναλογική επίδραση του ονόματος του ματιού (πρβλ. όμμα, οφθαλμός, όσσε) όπως και το αρμ. ukn «αφτί» έχει σχηματιστεί κατά το μοντέλο του akn «μάτι». Η ονομ.-αιτ. ενικού του ονόματος είναι στην ιων.-αττ. διάλ. οὖς (που σημειώνεται ως ōς στις επιγραφές της Παλαιάς Αττικής) και ὦς στη Δωρική. Οι τ. αυτοί εξηγούνται αν αναχθούν σε παλαιό καταληκτικό θ. ούσ-ος, το οποίο στη συνέχεια με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ- έδωσε ούος και ό(F)ος (με συμφωνική μορφή του -υ- πριν από φωνήεν), απ' όπου, με σίγηση του -F- και συναίρεση, οὖς / ὦς. Η σιγμόληκτη αρχική μορφή του θ. της λ. οὖς επιβεβαιώνεται από τα σύνθ. σε -ώης (< -ώFης), πρβλ. ἀμφώης και λαγωός / λαγώς. Το σε -ēs- αυτό θ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή σε σύνθ. του τύπου: anowe «χωρίς αφτιά», δηλ. αγγείο χωρίς λαβές, qetorowe «με τέσσερεις λαβές», tirijowe «με τρεις λαβές», και στο ανθρωπωνύμιο Otuwowe = ὈρθFώFης «με τα αφτιά τεντωμένα». Οι τ. αυτοί, εκτός από το σιγμόληκτο θ. (πρβλ. αρχ. σλαβ. uxo / ušese), επιβεβαιώνουν τον φωνηεντισμό ο-, εκτεταμένο λόγω συνθέσεως. Οι άλλες πτώσεις σχηματίζονται με έρρινο επίθημα -η- (πρβλ. γοτθ. auso, αρμ. ukn) στη συνεσταλμένη του βαθμίδα ως -α- σε συνδυασμό με παρέκταση -τ- (πρβλ. ήπαρ, ήπατος). Έτσι ο Όμηρος χρησιμοποιεί τη γεν. οὔατος (< όFατος με μετρική έκταση), την ονομ. πληθ. οὔατα και τη δοτ. πληθ. οὔασι. Στην αττ. διάλ. ο τ. οὔατος εξελίχθηκε φωνητικά σε ὄατος, απ' όπου προήλθαν οι συνηρημένοι τ. της αττ. ὠτός, ὠτί, ὤτων, ὠσί, ὤτοιν. Η κλίση μάλιστα σε -ατος οδήγησε στον σχηματισμό νέας ονομ. σε -ας: οὖας / ὦας. Με β' συνθετικό -ουατ- (< -οατ-) μαρτυρούνται σύνθ. ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. anowoto «χωρίς λαβές»). Στην αλφαβητική Ελληνική επίσης έχουμε τα: ἀνούατος, ἀπούατος, ἄμφωτος (< αμφόατος ή αμφώατος με έκταση λόγω συνθέσεως), τρίωτον, ἄωτος, παρωτίς, μυόσωτον, ἐνώτιον. Από το θ. οὐατ- / ὠτ-, εξάλλου, έχουν σχηματιστεί τα παράγωγα οὐατόεις, ὠτίον, ὠτίς, ὦτος, ὠτικός. Στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες οι τ. με σημ. «αφτί» εμφανίζουν αρκτική δίφθογγο au- (πρβλ. λατ. auris και λιθουαν. ausis με επίθημα σε -i, γοτθ. auso, αρχ. ιρλδ. au). Στην Ελληνική, τύποι με αμαρτυρούνται στο δωρ. ἄανθα «είδος ενωτίου», στο ἆτα από αμάρτυρο αὔσατα (Ησύχ.) και στο αὔασιν: ὠσίν (Ησύχ.)].