Anonymous

ὀφείδιον: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_1)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφείδιον''': (ἢ ὀφίδ- κατ’ Ἀττ. Ἐπιγρ.), τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄφις]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3, Στράβ. 706. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Λατ. ophidium, Πλίν. 32. 53· ― «[[ὄφις]]· ποιὸς [[ἰχθὺς]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 379.
|lstext='''ὀφείδιον''': (ἢ ὀφίδ- κατ’ Ἀττ. Ἐπιγρ.), τό, ὑποκορ. τοῦ [[ὄφις]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3, Στράβ. 706. ΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Λατ. ophidium, Πλίν. 32. 53· ― «[[ὄφις]]· ποιὸς [[ἰχθὺς]]» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 379.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ὀφείδιον]])<br /><b>βλ.</b> [[οφίδιο]](<i>ν</i>).
}}
}}