Anonymous

ὀφέλσιμος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_18)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφέλσῐμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὠφέλιμος]], Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 94, Ὀρφ. Ἀργ. 467, Ὀππ. Ἀλ. 3. 429.
|lstext='''ὀφέλσῐμος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ὠφέλιμος]], Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 94, Ὀρφ. Ἀργ. 467, Ὀππ. Ἀλ. 3. 429.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀφέλσιμος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ωφέλιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφέλλω]] (ΙΙ), πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. <i>ὄφελσις</i>, [[κατά]] τα [[χρήσιμος]], [[ὀνήσιμος]].
}}
}}