Anonymous

ὀφελτρεύω: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_23)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφελτρεύω''': κοσμῶ, [[καλλύνω]], Λυκόφρ. 1165, Σουΐδ. - ὄφελτρον, τό, [[κάλλυντρον]], Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1165, ἴδε ἐν λ. [[ὀφέλλω]] Γ.
|lstext='''ὀφελτρεύω''': κοσμῶ, [[καλλύνω]], Λυκόφρ. 1165, Σουΐδ. - ὄφελτρον, τό, [[κάλλυντρον]], Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1165, ἴδε ἐν λ. [[ὀφέλλω]] Γ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀφελτρεύω]] (Α) [[όφελτρον]]<br />[[καθαρίζω]], [[σκουπίζω]].
}}
}}