ὀφελτρεύω
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 425] segen, kehren, reinigen, Lycophr. 579. 1165; Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφελτρεύω: κοσμῶ, καλλύνω, Λυκόφρ. 1165, Σουΐδ. - ὄφελτρον, τό, κάλλυντρον, Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1165, ἴδε ἐν λ. ὀφέλλω Γ.