Anonymous

ὀχέτευμα: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_21)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχέτευμα''': τό, = [[ὀχετός]]· [[μέρος]] δὲ [[αὐτοῦ]] (δηλ. τοῦ μυκτῆρος) τὸ μὲν [[διάφραγμα]] [[χόνδρος]], τὸ δὲ [[ὀχέτευμα]] κενὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11. 8.
|lstext='''ὀχέτευμα''': τό, = [[ὀχετός]]· [[μέρος]] δὲ [[αὐτοῦ]] (δηλ. τοῦ μυκτῆρος) τὸ μὲν [[διάφραγμα]] [[χόνδρος]], τὸ δὲ [[ὀχέτευμα]] κενὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀχέτευμα]], τὸ (Α) [[οχετεύω]]<br />ο [[πόρος]] της [[μύτης]].
}}
}}