Anonymous

ὀχέτευμα: Difference between revisions

From LSJ
3b
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχέτευμα]], τὸ (Α) [[οχετεύω]]<br />ο [[πόρος]] της [[μύτης]].
|mltxt=[[ὀχέτευμα]], τὸ (Α) [[οχετεύω]]<br />ο [[πόρος]] της [[μύτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχέτευμα:''' ατος τό водоотводный канал, анат. канал, проток Arst.
}}
}}