3,274,921
edits
(6_17) |
(30) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψίπλουτος''': -ον, ὁ ἐσχάτως πλουτήσας, Βασίλ. | |lstext='''ὀψίπλουτος''': -ον, ὁ ἐσχάτως πλουτήσας, Βασίλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ὀψίπλουτος]], -ον)<br />αυτός που πλούτησε [[αργά]], καθυστερημένα [[νεόπλουτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) (με επιτιμητική σημ.) αυτός που περηφανεύεται για τα πλούτη του, [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πλούτος]]]. | |||
}} | }} |