ὀψίπλουτος

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

German (Pape)

[Seite 433] spät reich geworden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίπλουτος: -ον, ὁ ἐσχάτως πλουτήσας, Βασίλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὀψίπλουτος, -ον)
αυτός που πλούτησε αργά, καθυστερημένα νεόπλουτος
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) (με επιτιμητική σημ.) αυτός που περηφανεύεται για τα πλούτη του, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πλούτος].