Anonymous

ὀφιοειδής: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_7)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφιοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ὄφιν, ἢ ἔχων τὴν φύσιν ὄφεως, Κύριλλ. Ἱεροσολ.
|lstext='''ὀφιοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ὄφιν, ἢ ἔχων τὴν φύσιν ὄφεως, Κύριλλ. Ἱεροσολ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[οφιοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[φίδι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ελίσσεται σπειροειδώς, [[ελικοειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οφιοειδώς</i><br />με οφιοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}