Anonymous

παικτός: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_11)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παικτός''': -ή, -όν, πρὸς ὃν δύναταί τις νὰ παίξῃ, [[ἁρμόδιος]] πρὸς εὐθυμίαν καὶ παιγνίδια, Ἐκκλ.
|lstext='''παικτός''': -ή, -όν, πρὸς ὃν δύναταί τις νὰ παίξῃ, [[ἁρμόδιος]] πρὸς εὐθυμίαν καὶ παιγνίδια, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παικτός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[παίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο μπορεί να παίξει [[κάποιος]], αυτός που μπορεί να γίνεται [[αντικείμενο]] αστεϊσμού<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «παίζει ἐν οὐ παικτοῑς» <br />α) γελοιοποιεί τα πολύ [[σοβαρά]]<br />β) παραγνωρίζει τον κίνδυνο που διατρέχει, παίρνει επιπόλαια [[κάτι]] το πολύ επικίνδυνο.
}}
}}