Anonymous

παγκρατιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
30
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui lutte <i>ou</i> s’exerce au pancrace.<br />'''Étymologie:''' [[παγκρατιάζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui lutte <i>ou</i> s’exerce au pancrace.<br />'''Étymologie:''' [[παγκρατιάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[παγκρατιαστικός]], -ή, -όν (Α) [[παγκρατιαστής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο [[παγκράτιο]] («παγκρατιαστική [[τέχνη]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[έμπειρος]] στο [[παγκράτιο]], ο [[ικανός]] [[παγκρατιαστής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παγκρατιαστικῶς</i> (Α)<br />με την παγκρατιαστική [[τέχνη]].
}}
}}