3,277,220
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παγκρᾰτιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[παγκράτιον]] (ἴδε [[παγκράτιον]]), ἡ παγκρ. [[τέχνη]], ἡ τοῦ παγκρατιαστοῦ [[τέχνη]], Πλάτ. Εὐθυδ. 272Α. ΙΙ. ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ [[παγκράτιον]]. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ― Ἐπιρρ. παγκρατιαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 27. | |lstext='''παγκρᾰτιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[παγκράτιον]] (ἴδε [[παγκράτιον]]), ἡ παγκρ. [[τέχνη]], ἡ τοῦ παγκρατιαστοῦ [[τέχνη]], Πλάτ. Εὐθυδ. 272Α. ΙΙ. ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ [[παγκράτιον]]. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ― Ἐπιρρ. παγκρατιαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui lutte <i>ou</i> s’exerce au pancrace.<br />'''Étymologie:''' [[παγκρατιάζω]]. | |||
}} | }} |