Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάγκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
30
(SL_2)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πάγκαρπος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[fruit]] of [[all]] kinds “[[οὔτε]] παγκάρπων φυτῶν νάποινον” (P. 9.58) καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον (I. 4.41)
|sltr=[[πάγκαρπος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[fruit]] of [[all]] kinds “[[οὔτε]] παγκάρπων φυτῶν νάποινον” (P. 9.58) καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον (I. 4.41)
}}
{{grml
|mltxt=[[πάγκαρπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών<br /><b>2.</b> [[πλούσιος]] σε [[κάθε]] είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήρης]] πνευματικών ή διανοητικών καρπών ([[πάγκαρπος]] ἀοιδά», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλήρης]] καρπού, [[κατάφορτος]] από καρπούς («οὐ γὰρ ἂν [[κάρα]] πολυστεφὴς ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πάγκαρπος]]<br />το [[φυτό]] [[χαμαιλέων]] [[μέλας]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Πάγκαρπον</i><br />[[τίτλος]] βιβλίου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «γονὴ [[πάγκαρπος]]» — [[παραγωγή]] [[κάθε]] είδους καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
}}