3,277,020
edits
(30) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[πάγκαρπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών<br /><b>2.</b> [[πλούσιος]] σε [[κάθε]] είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήρης]] πνευματικών ή διανοητικών καρπών ([[πάγκαρπος]] ἀοιδά», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλήρης]] καρπού, [[κατάφορτος]] από καρπούς («οὐ γὰρ ἂν [[κάρα]] πολυστεφὴς ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πάγκαρπος]]<br />το [[φυτό]] [[χαμαιλέων]] [[μέλας]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Πάγκαρπον</i><br />[[τίτλος]] βιβλίου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «γονὴ [[πάγκαρπος]]» — [[παραγωγή]] [[κάθε]] είδους καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]]. | |mltxt=[[πάγκαρπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών<br /><b>2.</b> [[πλούσιος]] σε [[κάθε]] είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πλήρης]] πνευματικών ή διανοητικών καρπών ([[πάγκαρπος]] ἀοιδά», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλήρης]] καρπού, [[κατάφορτος]] από καρπούς («οὐ γὰρ ἂν [[κάρα]] πολυστεφὴς ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πάγκαρπος]]<br />το [[φυτό]] [[χαμαιλέων]] [[μέλας]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Πάγκαρπον</i><br />[[τίτλος]] βιβλίου<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «γονὴ [[πάγκαρπος]]» — [[παραγωγή]] [[κάθε]] είδους καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πάγκαρπος:''' -ον, αυτός που προέρχεται από όλα τα είδη καρπών, [[πλούσιος]] σε καρπούς, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |