Anonymous

παμῶχος: Difference between revisions

From LSJ
30
(6_14)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾱμῶχος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ [[κύριος]]» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, [[κατέχω]] κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.
|lstext='''πᾱμῶχος''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ παμοῦχος, «ὁ [[κύριος]]» Ἡσύχ.. - οὕτω, πᾱμωχέω, [[κατέχω]] κέκτημαι, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 168. ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει παμωχίων = κεκτημένος.
}}
{{grml
|mltxt=[[παμῶχος]], ὁ (Α)<br />[[κάτοχος]], [[κύριος]], [[ιδιοκτήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πᾶμα]] «[[κτήμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>οχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}